ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Πως μπορώ να λαμβάνω το Άμαστρις;

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Χρήστος Αντωνιάδης: «Αισθάνομαι περισσότερο κυνηγός λέξεων, παρά στιχουργός…»



      Έχω πρόβλημα με το σύγχρονο ποντιακό στίχο και δεν το κρύβω. Κατ’ αρχήν δεν μπόρεσα ποτέ να ξεκαθαρίσω μέσα μου -κι ας παλεύω τόσα χρόνια με στίχους και μελωδίες- ποιόν στίχο θα πρέπει να θεωρώ καλό και ποιόν όχι. Ένα ποιητικό αριστούργημα π.χ. γραμμένο στα φτωχά και «αποχυμωμένα» ποντιακά της γενιάς μου, μπορεί να θεωρηθεί καλός στίχος; Από την άλλη πως αξιολογείς έναν γλωσσικά άψογο στίχο, εφόσον πέφτει στην παγίδα να μιλάει για «παρχάρια και κερβάνες» εν έτει 2011; Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα σχετικά ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης   είναι το κατά πόσο ο στίχος αυτός ανταποκρίνεται στα κοινωνικά αιτήματα της εποχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη αν η συγγραφή στίχων είναι ένα δύσκολο στοίχημα, τότε στίχος που έχει αγκαλιαστεί από το λαό, δεν μπορεί παρά να είναι κερδισμένο στοίχημα. Χαρακτηριστική περίπτωση το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος», του Χρήστου Αντωνιάδη. Νομίζω ότι κανένας άλλος σύγχρονος ποντιακός στίχος δεν έχει κατορθώσει να εκφράσει με τόση επιτυχία -σχεδόν να επιγραμματοποιήσει-  ένα γενικότερο κοινωνικό αίτημα. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαίο που ακούγεται το ίδιο συχνά είτε από το χείλη Ποντίων τραγουδιστών, είτε από  τα χείλη (Ποντίων και μη) πολιτευομένων, που αναγκάστηκαν να τον αποστηθίσουν.
Γνωρίζω το Χρήστο Αντωνιάδη πολλά χρόνια. Είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να συζητήσω μαζί του τις απόψεις του για τα της ποντιακής μουσικής, αλλά και τα της ποντιακής κοινωνίας. Δεν συμφωνούμε πάντα. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ ότι συνήθως δυσκολεύομαι να τον αντικρούσω. Ίσως γιατί ως συζητητής εμφανίζει ένα πρόσωπο ριζικά διαφορετικό απ’ ότι ως στιχουργός. Αν στην περίπτωση του στιχουργού Αντωνιάδη ξεχωρίζει αμέσως το συναίσθημα, στην περίπτωση του συνομιλητή παίρνει αμέσως το πάνω χέρι η ψυχρή λογική. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην επιστημονική του συγκρότηση (έχω την εντύπωση  ότι τα πιο «μαθηματικά μυαλά» που γνώρισα, δεν ήταν κατ’ επάγγελμα μαθηματικοί, αλλά γιατροί), όσο ο απόλυτα ψυχρός τρόπος με τον οποίο έχει μάθει να αναλύει τα δεδομένα. Και είναι λογικό. Αν στα επτά σου χρόνια είσαι υποχρεωμένος να ακολουθείς τη γιαγιά σου σε ένα καπνοχώραφο της Κοζάνης και σαράντα χρόνια αργότερα έχεις φτάσει να σε μεταφέρουν με ελικόπτερο στα Σκόπια για να χειρουργήσεις ως επιστημονική αυθεντία τον ασθενή Κίρο Γκλιγκόρωφ, δεν μπορεί παρά να έχεις μάθει πολύ καλά τη ζωή και τα δεδομένα της.

Έγραψα παραπάνω για το «σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος». Είναι μαζί με το «Ντο να εφτάγω την παράν» οι δύο μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες του Χρήστου Αντωνιάδη. Προσωπικά δεν με άγγιξαν. Στην πρώτη περίπτωση γιατί ανήκα σε μια ποντιακή γενιά που δεν είχε βιώσει -παρά μόνο εξ αντανακλάσεως- την εμπειρία του κοινωνικού αποκλεισμού. Στη δεύτερη γιατί, όταν κυκλοφόρησε, ήμουν πολύ νέος για να έχω γονικές ευαισθησίες.  Θυμάμαι όμως έναν άλλο στίχο του, λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό, που όμως εμένα συγκλόνισε: «λιθάρ’ ντο κείσαι αιρετίν, σο κεμερόπο μ’ κές-ι, ρούξον κι έπαρ’ το ψόπο μου, ας θάφ’νε με αδακές-ι». Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι στίχοι που  να εκφράζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τον πόνο του πρόσφυγα, που παρακαλά να πεθάνει κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκε. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στίχους που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια και τον οποίο ζήλεψα πραγματικά σε βαθμό που να με αναγκάσει να πάρω ένα χαρτί και να προσπαθήσω –ανεπιτυχώς- να το μιμηθώ.


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Ντίνος Χριστιανόπουλος:

«Μήπως εκείνο που μετράει πιο πολύ, δεν είναι το να βρεις τη λευτεριά σου, αλλά το να μη χάσεις το χώμα σου;»


     Είμαστε ένας λαός που δεν αγαπά την ποίηση, αλλά λατρεύει τους ποιητές. Η περίπτωση του Ντίνου Χριστιανόπουλου το αποδεικνύει. Δε γνωρίζω π.χ. πόσοι είναι οι Έλληνες που έτυχε να διαβάσουν κάποτε μία στροφή από κάποιο ποίημά του, αλλά είμαι βέβαιος ότι είναι απείρως περισσότεροι εκείνοι που τον γνωρίζουν από τη «φαρμακερή» απάντηση που έδωσε κάποτε σε κάποιον ανυποψίαστο δημοσιογράφο ή από την πρόσφατη άρνησή του να αποδεχθεί, για μία ακόμη φορά, το μεγάλο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας (κι ας συνοδευόταν από ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο αειθαλής «μέγας προκλητικός» των νεοελληνικών γραμμάτων βιώνει αυτή την εποχή, στα 81 του χρόνια, την περίοδο της μέγιστης δημοφιλίας του. Μια δημοφιλίας που δεν οφείλεται πάντα στο λογοτεχνικό έργο, αλλά ενίοτε και στην παροιμιώδη ελευθεροστομία του, που κατορθώνει -βοηθούσης και της τηλεοράσεως- να σπάει κοινωνικά, μορφωτικά και πολιτισμικά φράγματα και να μεταφέρει τον συνήθως αιχμηρό λόγο του ποιητή σε ανθρώπους, που υπό άλλες συνθήκες θα χρησιμοποιούσαν τη συσκευή της τηλεόρασής τους για να παρακολουθήσουν το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης τους τουρκικής σαπουνόπερας…
Γνώρισα τον Ντίνο Χριστιανόπουλο πριν από τρία χρόνια, όταν τον επισκέφτηκα στο  σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές, συνοδευόμενος από τον κοινό μας φίλο Δημοσθένη Χατζηιωαννίδη,  για να του ζητήσω να προλογίσει το πρώτο τεύχος του «Άμαστρις». Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να είχα περίσσιο απόθεμα θράσους. Διότι τι άλλο, εκτός από θράσος, θα πρέπει να διαθέτει ένας φέρελπις εκδότης περιοδικού, όταν τολμά να ζητά από έναν κορυφαίο ποιητή να προλογίσει ένα έντυπο που δεν υπάρχει; Από την άποψη αυτή κατανοώ απόλυτα τους αρχικούς δισταγμούς του. Εσείς θα υπογράφατε σ’ ένα λευκό χαρτί; Κι όμως ο θεωρούμενος από πολλούς ως «δύσκολος» και «δύστροπος»  Χριστιανόπουλος, το έκανε. Ίσως γιατί τον συγκίνησε ο ζήλος της νεότητας, ίσως γιατί αγαπά και εκτιμά τη ράτσα των Ποντίων, στην οποία άλλωστε αφιέρωσε -πρώτος και μόνος αυτός απ’ όλους τους μεγάλους Έλληνες ποιητές μετά το ανεπανάληπτο «Πάρθεν» του Κωνσταντίνου Καβάφη- τρία πανέμορφα πεζά ποιήματά του, πάντως το έκανε.
Στα χρόνια που πέρασαν είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του, καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του πλημυρισμένου από βιβλία γραφείου του. Μη φανταστείτε ότι μιλάμε για ποίηση (υποθέτω ότι δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβει από την αρχή ότι ο συνομιλητής του είχε άγρια μεσάνυχτα από λογοτεχνία). Οι συζητήσεις μας με τον κ. Ντίνο Χριστιανόπουλο περιστρέφονται κατά κανόνα γύρω από θέματα νεώτερης ιστορίας, την παλιά Θεσσαλονίκη, αλλά και τις πολλές σημαντικές προσωπικότητες που γνώρισε. Αν πρέπει να κρατήσω κάτι από  αυτές τις συναντήσεις, νομίζω ότι δεν είναι η σοφία του συνομιλητή μου και οι πολύτιμες γνώσεις που συσσώρευσε παλεύοντας επί δεκαετίες με τα ελληνικά γράμματα, αλλά κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο:  πως μπορεί ένας αυθεντικός πνευματικός άνθρωπος να μιλά εν έτει 2012 για πράγματα απαγορευμένα από τους σύγχρονους συρμούς των νεοελληνικών γραμμάτων, όπως οι έννοιες του έθνους και της ιστορικής μνήμης. Αλλά και να είναι κοινωνικά ριζοσπαστικός, χωρίς να διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην επανάσταση. «Είμαι αυτό που λένε απολιτίκ...», μου είπε χαμογελώντας σε κάποια φάση αυτής της συνέντευξης. Κι ας ήξερε πολύ καλά μέσα του ότι ο λόγος του είναι πολύ περισσότερο πολιτικός απ' όσο σηκώνει η απολιτίκ εποχή που ζούμε...