ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Πως μπορώ να λαμβάνω το Άμαστρις;

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Αφιέρωμα στους πρωτομάστορες της ποντιακής μουσικής: Χρήστος Αϊβαζίδης (1916-1972)


  «Εμέναν Χρήστο λέγ’νε με, τ’ Αϊβάζ΄ η φαμελία μ’,
’ς σα μέσα σ’ να τυλίγουμε, χωρίς παρακαλίαν…»
  
Ο Χρήστος Αϊβαζίδης γεννήθηκε το 1916 στο Αργαλί, ένα από τα Σιμοχώρια της Τραπεζούντας, κοντά στα Πλάτανα. Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν γνωστός παραδοσιακός λυράρης της περιοχής κι από αυτόν πήρε τα πρώτα του ακούσματα. To 1923 η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Κολχικό Λαγκαδά.
Όπως κι οι περισσότεροι λυράρηδες της γενιάς του, έτσι κι ο Χρήστος Αϊβαζίδης, υπήρξε αυτοδίδακτος. Επίσης δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας λυράρης υπό τη σημερινή έννοια του όρου. Μπορεί να διασκέδασε με τη λύρα του γενιές Ποντίων και να έπαιξε σε πάρα πολλούς γάμους κυρίως στα ποντιακά χωριά της περιοχής του Λαγκαδά, ποτέ όμως δεν επιδίωξε να κάνει την τέχνη του επάγγελμα, ούτε ηχογράφησε κάποιο δίσκο. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του απλός γεωργός, αλλά πάντα ανιδιοτελής, αφιλοχρήματος και πρόθυμος να επενδύσει με το μελωδικό του παίξιμο τα γλέντια των συγχωριανών του, που τον λάτρευαν στην κυριολεξία.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Χρήστου Αϊβαζίδη ως λυράρη υπήρξε το απόλυτα παραδοσιακό παίξιμό του και η ιδιαίτερη επίδοσή του στη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τα Σιμοχώρια, όπως αποκαλούνται τα -ελληνικά στη μεγάλη πλειοψηφία τους- χωριά γύρω από την Τραπεζούντα, είχαν μια πλούσια τοπική μουσική παράδοση, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν οι όμορφοι και σε πολλές περιπτώσεις ιδιόμορφοι επιτραπέζιοι σκοποί. Αυτή τη μουσική παράδοση, την ξεχωριστή για τη μελωδικότητα της, υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή ο Χρήστος Αϊβαζίδης με αποτέλεσμα να αναδειχθεί μεταπολεμικά στον επιφανέστερο εκπρόσωπό της στον Ελλαδικό χώρο. Στην περίπτωση μάλιστα της μουσικής παράδοσης των Σιμοχωρίων η Ανταλλαγή είχε μια αξιοσημείωτη συνέπεια: πολύ σύντομα η μουσική παράδοση των Σιμοχωρίων αναμείχθηκε με την αντίστοιχη παράδοση των προσφύγων από την Τσιμερά της Αργυρούπολης που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Πολυδένδρι, δημιουργώντας μία νέα μουσική ταυτότητα.  Το μουσικό στυλ  δηλαδή που σήμερα ονομάζουμε «Λαγκαδιανό» και που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποτέλεσμα του μουσικού «συγχρωτισμού» των προσφύγων από δύο διαφορετικές περιοχές, που στη μακρινή πατρίδα απείχαν μεταξύ τους πάνω από 100 χιλιόμετρα. Σε αυτή τη «ανάμειξη» που πραγματοποιήθηκε με πρωταγωνιστή το Χρήστο Αϊβαζίδη, οι «Τσιμερίτ’» εισέφεραν τα δυναμικά «μονά» τους και οι «Αργαλέτ’», «Μουντέτ’» και γενικότερα οι πρόσφυγες από τα Σιμοχώρια της Τραπεζούντας τους μελωδικούς επιτραπέζιους σκοπούς τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έκανε τον Αϊβάζ’ να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους λυράρηδες της γενιάς του, ήταν η απόλυτη άρνηση του να ακολουθήσει έστω και κατ’ ελάχιστο την τεχνική εξέλιξη που σημειώθηκε στα χρόνια του. Αν και υπήρξαν φίλοι με το Γώγο από τη δεκαετία του 1930, δεν επηρεάστηκε σε τίποτε από αυτόν, αλλά συνέχισε να παίζει με το δικό του παραδοσιακό τρόπο, που ήταν «αρχαϊκότερος» ακόμη και από αυτόν του πατέρα του Γώγου, του Σταύρη.
Ο Αϊβαζίδης εντυπωσίαζε όχι μόνο με το παίξιμό του και το μελωδικό τραγούδι του, αλλά και με τον «πανηγυρικό», όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Στάθης Ευσταθιάδης, τρόπο που έπαιζε. Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες που τον δείχνουν να παίζει κρατώντας τη λύρα στον αέρα, ακριβώς όπως έκαναν οι παλαιοί λυράρηδες της πατρίδας, να παίζει όρθιος ή ακόμη και ανεβασμένος πάνω σ’ ένα τραπέζι. Από την άποψη αυτή, οι λίγες σωζόμενες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις του, όσο κι αν αποδεικνύουν τη μελωδικότητα του παιξίματός του, αδυνατούν να μας μεταφέρουν τη συγκλονιστική εντύπωση που προκαλούσε στους συνδιασκεδαστές του.
Ο πρόωρος όσο και δραματικός θάνατός του σε ηλικία μόλις 54 χρόνων, επέτεινε τη φήμη του και τροφοδότησε το μύθο του, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Το Μάρτιο του 1972 γυρνώντας από έναν αρραβώνα, το αυτοκίνητο που τον μετέφερε σταμάτησε στο Δερβένι της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να περιμένει το λεωφορείο που μετέφερε τους υπόλοιπους καλεσμένους.  Ο Αϊβαζίδης βγήκε από το αυτοκίνητο κι, όπως συνήθιζε,  άρχισε να παίζει λύρα και να τραγουδά μαζί με την παρέα του. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο που διερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον παρέσυρε και τον σκότωσε. Ξεψύχησε κρατώντας στα χέρια του τη λύρα του. Ο θάνατος του συγκλόνισε την τοπική κοινωνία του Κολχικού, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο της ποντιακής μουσικής και τραγουδήθηκε όσο ελάχιστων άλλων λυράρηδων...

(Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 26 του περιοδικού Άμαστρις που κυκλοφόρησε πρόσφατα)

                

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Από την πνευματική κίνηση της Πατρίδας...


Πόντος. «Μηνιαίον περιοδικόν, όργανον του εν Μερζιφούντι Ελληνικού συλλόγου Πόντος…». Τεύχος Β, Έτος Β. Τιμή εκάστου φύλλου γρόσια δύο…

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

10 βασικοί κανόνες για ένα καλό «μουχαπέτ’»….


(από το τεύχος Νο 26, που μόλις κυκλοφόρησε...)

Το μουχαπέτ ή «παρακάθ’» ή απλά «παρέα» είναι ο κλασσικός τρόπος διασκέδασης των Ποντίων. Μια ομάδα φίλων, με επικεφαλής το λυράρη, κάθεται γύρω από ένα τραπέζι και τραγουδά παραδοσιακούς επιτραπέζιους σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μια νέα άνθιση, κυρίως ως διαδικασία μουσικής μύησης της νεώτερης γενιάς. Καθώς όμως οι παλαιότεροι -και κυρίως αυτοί  για τους οποίους το μουχαπέτ ήταν  περισσότερο τρόπος ζωής και λιγότερο μέσο μουσικής έκφρασης- φεύγουν, πληθαίνουν τα φαινόμενα εκφυλισμού του. Δημοσιεύουμε λοιπόν μια σειρά κανόνων για ένα καλό μουχαπέτ, με την ελπίδα πως θα σας φανούν χρήσιμοι για απολαυστικές στιγμές αυθεντικής ποντιακής διασκέδασης…


Κανόνας πρώτος: Το καλό μουχαπέτ γίνεται αυθόρμητα και σχεδόν ποτέ δεν προγραμματίζεται…

Κανόνας δεύτερος:  Το μυστικό για ένα καλό μουχαπέτ είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων. Αν είναι λιγότεροι από τέσσερις, κινδυνεύετε να βαρεθείτε ο ένας τον άλλον, αν όμως υπερβαίνουν τους εννέα τότε καλύτερα να οργανώνατε χοροεσπερίδα…

Κανόνας τρίτος: Το μουχαπέτ είναι μια συμμετοχική διαδικασία. Επομένως, αν δεν τραγουδάτε κι επιθυμείτε μόνο να ακούτε, καλό είναι να αρκεστείτε στο κασετόφωνό σας…

Κανόνας τέταρτος: Το μουχαπέτ είναι διαδικασία συμμετοχική, αλλ’ όχι δημοκρατική. Yπόκειται στους δικούς του ιεραρχικούς κανόνες. Επομένως, αν είστε καινούριος στο σπορ (ή αν οι μοίρες δε σας προίκισαν με αξιοσημείωτα φωνητικά προσόντα), καλό θα είναι να χαρίσετε στους υπόλοιπους το ταλέντο σας με φειδώ…

Κανόνας πέμπτος: Το μουχαπέτ προϋποθέτει μια επίφαση αυθεντικότητας. Επομένως, αν τα ποντιακά σας είναι σε επίπεδο κάτω του Lower (του τύπου «ντο ’φτας» κλπ), καλό θα ήταν πριν το επιχειρήσετε να κάνετε πρώτα μια μικρή προπόνηση…

Κανόνας έκτος: Το μουχαπέτ βασίζεται στα κοινά βιώματα και ακούσματα των συμμετεχόντων. Αν είσαστε επαγγελματίας Πόντιος μουσικός και έχει μόλις κυκλοφορήσει ο τελευταίος σας δίσκος, καλύτερα να επιλέξετε έναν άλλο τρόπο να διαφημίσετε τα υποψήφια «σουξέ» σας…

Κανόνας έβδομος: Το μουχαπέτ έχει το δικό του ειδικό ρεπερτόριο, που αποτελείται βασικά από επιτραπέζιους σκοπούς. Δε θα σας παρεξηγήσει κανείς αν εκφράσετε την επιθυμία να χορέψετε ένα τικ, αν όμως το παρακάνετε διατρέχετε τον κίνδυνο να σας παραπέμψουν στο τμήμα εκμάθησης ποντιακών χορών του Ποντιακού συλλόγου της γειτονιά σας…

Κανόνας όγδοος: Το καλό μουχαπέτ προϋποθέτει γενναία κατανάλωση οινοπνεύματος. Αν δεν πίνετε ή αν το αγαπημένο σας ποτό είναι το τζιν με τόνικ, καλό είναι προτιμήσετε το απογευματινό τέιον των κυριών της ενορίας σας…

Κανόνας ένατος:  Το μουχαπέτ είναι μια αντρική υπόθεση, πράγμα που σημαίνει ότι, αν η σύζυγός σας δεν είναι fan της ποντιακής μουσικής ή αν δεν χάνει ευκαιρία να παρουσιάσει στις φίλες της την ιδανική συνταγή για «χαβίτσ’» ελαφρύ και μη παχυντικό, καλό θα ήταν να μην την πάρετε μαζί σας…